-
1 ὀργάζω
A soften, knead, temper, A.Fr. 451 F ;πηλὸν ὀργάζειν χεροῖν S.Fr. 482
, cf. 510, 787 ;πηλὸν.. ὄργασον Ar.Av. 839
, cf. Eup.248 ; ;ὀ. λίπεϊ.. θρόνα Nic.Al. 155
; of the action of fire,τὰ ἐντὸς καθάπερ ὀ. Arist.Pr. 869b27
:—[voice] Med.,φύλλα ξηρὰ.. ἐλαίῳ ὀργάσασθαι Hp.Mul.2.206
, cf. Archil. ap. Phot.p.64 R., Nic.Th. 652 ; dub. cj. in Alciphr.3.7 :—[voice] Pass., ὅταν ὁ κηρὸς μετρίως ὠργασμένος ᾖ has been well kneaded, Pl.Tht. 194c (restored from Tim.Lex. and Suid. for εἰργ-). Cf. ὀργάω.
См. также в других словарях:
οργάζω — ὀργάζω (ΑΜ) κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ. β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῡντες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.) αρχ. παθ. ὀργάζομαι (για κερί) λειώνω, τήκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται … Dictionary of Greek